См. также в других словарях:
υποβολιμ(ι)ότητα — η, Ν (ψυχιατρ. ψυχολ.) 1. η ιδιότητα εκείνου που υφίσταται εύκολα μια υποβολή 2. κατάσταση κατά την διάρκεια τής οποίας η υποβολή γίνεται εύκολα δεκτή ή εκτελείται. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. γαλλ. suggestibilite] … Dictionary of Greek
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek